Άγγελος Δεληβορριάς (Angelos Delivorrias)

delivorias-angelos

Ο Άγγελος Δεληβορριάς (Αθήνα, 1937 - 24 Απριλίου 2018) ήταν Έλληνας καθηγητής Πανεπιστημίου, επί 41 χρόνια διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Άγγελος Δεληβορριάς πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, στη Γερμανία (1956). Το 1965 διορίσθηκε στην Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία και υπηρέτησε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το 1973 ανακηρύχθηκε πτυχιούχος του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, στη σχολή École Pratique des Hautes Études. Ένα χρόνο αργότερα (1973) του ανατέθηκε η διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη της Αθήνας, του οποίου εισηγήθηκε την άμεση, ριζική ανάπλαση, που ολοκληρώθηκε έπειτα από 27 έτη (2000). Το 1992 αναγορεύτηκε καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2000 τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με Αργυρό Μετάλλιο, ενώ στο Μουσείο Μπενάκη απονεμήθηκε το «Χρυσό Μετάλλιο». Στις 31 Οκτωβρίου 2014, σε εκδήλωση που έλαβε χώρα στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου, ανακοινώθηκε η αποχώρησή του από τη θέση του διευθυντή, καταλαμβάνοντας πλέον μια θέση στη Διοικητική Επιτροπή του ιδρύματος. Τον Ιούνιο του 2016 εξελέγη από την ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τακτικό μέλος στην προκηρυχθείσα έδρα Αρχαιολογία-Μουσειολογία. Ο Άγγελος Δεληβορριάς πέτυχε να μετατρέψει αυτό που παρέλαβε (δηλαδή μια πολυδιάστατη ιδιωτική συλλογή που στεγαζόταν σε ένα νεοκλασικό κτίριο του κέντρου της Αθήνας) σε ένα πρωτοποριακό φορέα πολιτιστικής δράσης με πολλαπλά παραρτήματα, όπως το κτίριο της οδού Πειραιώς («Το Μουσείο της Γενιάς του '30») κ.ά. Με την έμπνευσή του αυτή, αφενός κατόρθωσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών δωρεοδόχων, αφετέρου υλοποίησε μια αφηγηματική διαδικασία ανάπτυξης, που συνίσταται στη διαχρονική προβολή του ελληνικού πολιτισμού από την αρχαιότητα έως τη σημερινή εικαστική δραστηριότητα. Σύμφωνα με δήλωση του ίδιου, υπήρξε ο μακροβιότερος (διεθνώς) επικεφαλής μουσείου, αλλά ταυτόχρονα και ο μάνατζερ, ο «δημιουργός πόρων» (fundraiser) και ο επιστημονικός υπεύθυνος, όπως και ο άνθρωπος που είχε αναλάβει εξ ολοκλήρου τις πάσης φύσεως επαφές με τις διοικητικές υπηρεσίες του ελληνικού κράτους.