Καρλ Μπαρκς

carl_barks

Ο Καρλ Μπαρκς (1901 – 2000) είναι ένας από τους θρύλους στον κόσμο των κόμικς. Συγγραφέας αναρίθμητων κλασικών ιστοριών «Ντόναλντ Ντακ» και «Θείου Σκρουτζ», δημιουργός της Λιμνούπολης και των διασήμων κατοίκων της, ο Μπαρκς είναι ένας από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς κόμικς του 20ου αιώνα.

Γεννήθηκε σε ένα αγρόκτημα στο Μέρριλ του Όρεγκον. Ήταν μάλλον μοναχικό παιδί από την φύση του κι από τα πράγματα. Ο πλησιέστερος γείτονας έμενε 800 μέτρα μακριά και το μικρό σχολείο του ήταν τρία χιλιόμετρα μακριά με οκτώ μαθητές μαζί με τον ίδιο. «Τα σχολεία ήταν καλά εκείνον τον καιρό» συνήθιζε να λέει.

Το 1908 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε σε μια μικρή πόλη το Μίντλαντ για καλύτερη τύχη. Του έκανε εντύπωση το πλήθος που συγκεντρωνόταν στην αγορά και την προσοχή του τράβαγαν οι καουμπόυδες με τα περίστροφα, τα παράξενα παρατσούκλια και τα χωρατά τους.

Το 1911 μετακινήθηκαν στην Σάντα Ρόζα της Καλιφόρνιας. Οι δουλειές του πατέρα του δεν πήγαν καλά και επέστρεψαν το 1913 στο Μέρριλ. Με τις συνεχείς μετακινήσεις κατάφερε να τελειώσει το δημοτικό το 1916. Εκείνη την χρονιά χάνει την μητέρα του και άρχισαν και τα προβλήματα με την ακοή του. Το πιο κοντινό γυμνάσιο ήταν οκτώ χιλιόμετρα μακριά, ακόμη και αν τα κατάφερνε να περπατήσει έως εκεί δεν θα μπορούσε να ακούσει την παράδοση. Έτσι έπρεπε να διακόψει την εκπαίδευσή του.

Άρχισε να κάνει διάφορες δουλειές, αγρότης, ξυλοκόπος, τορναδόρος, ημιονοδηγός, καουμπόυ και εκτυπωτής με μικρή όμως επιτυχία. Ο Μπαρκς αργότερα δήλωσε ότι ήταν βέβαιος ότι, αν δεν αντιμετώπιζε με λίγο χιούμορ την ταραγμένη ζωή του, σίγουρα θα παραφρονούσε. Από τα βιώματα εκείνης της εποχής τέθηκαν οι βάσεις για τους χαρακτήρες του Ντόναλντ και του Σκρουτζ. «Να είσαστε πιο σκληροί από τους σκληρούς και πιο έξυπνοι από τους έξυπνους» συμβούλευε ο θείος Σκρουτζ τα ανιψάκια του.

Τότε άρχισε να σκέφτεται να κάνει το χόμπυ του επάγγελμα. Για να βελτιώσει το στυλ του άρχισε να αντιγράφει σκίτσα άλλων. Ήταν αυτοδίδακτος. Κατάφερε να πάρει μόνο τέσσερα μαθήματα σκίτσου με αλληλογραφία. Το 1918 φεύγει για την Καλιφόρνια σε αναζήτηση εργασίας. Ενώ γυρνούσε από δουλειά σε δουλειά συνάντησε την Περλ Τέρνερ και την παντρεύτηκε. Απέκτησε δύο κόρες μαζί της.

Το 1923 επέστρεψε στο Μέρριλ να γίνει πάλι αγρότης αλλά τα παράτησε σύντομα. Κατάφερε να πουλήσει σκίτσα στο περιοδικό Judge και μετά στο The Calgary Eye-Opener. Στα επόμενα χρόνια (1928-1935) ο Μπαρκς δημοσίευσε γελοιογραφίες σε αυτό το περιοδικό ανδρικού προσανατολισμού με τολμηρά θέματα και ανέκδοτα. Τελικά τον προσέλαβαν για συντάκτη με μισθό 90 δολλάρια τον μήνα. Αρκετά μεγάλο ποσό τότε.

Το 1929 χώρισε από την Περλ. Το 1938 παντρεύτηκε την Κλάρα Μπάλκεν που γνώρισε στα γραφεία του περιοδικού. Το 1935 πήρε μέρος σε διαγωνισμό του Ντίσνεϋ για νέους σχεδιαστές. Ήταν ένας από τους δύο που πέρασαν τις εξετάσεις. Αρχικός μισθός ήταν 20 δολλάρια την εβδομάδα.

Αρχικά εργάστηκε σαν «ενδιάμεσος». Οι σχεδιαστές που κάνουν τα σχέδια ανάμεσα στις φάσεις των καρτούν. Οι προτάσεις του για γκαγκ άρεσαν και το 1937 μετατίθεται στο τμήμα σεναρίων. Εργάστηκε σε μικρά καρτούν με τον Ντόναλντ Ντακ (1936-1942). Μίκυ Μάους και Silly Symphonies (1935-1936). Επίσης, σχεδίασε για την μεγάλη μήκους ταινία «Ο Ντόναλντ Ντακ Βρίσκει το Χρυσάφι των Πειρατών» αλλά η ταινία τελικά απερρίφθη. Ο Μπαρκς συνεργάστηκε με τον σχεδιαστή Τζακ Χάννα και έφτιαξαν την ιστορία για κόμικς. Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη εικονογραφημένη ιστορία του Μπαρκς (1942). Την ίδια χρονιά μαζί με τον Τζακ και τον Νικ Τζώρτζ σχεδίασαν την ιστορία «Ο Πλούτο Σώζει το Πλοίο». Ο Μπαρκς έφυγε από τα Στούντιο λόγω της αλλεργίας του και του πολιτικού κλίματος κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εγκαταστάθηκε στο Σαν Τσασίντο, στην έρημο ανατολικά του Λος Άντζελες με σκοπό να φτιάξει ορνιθοτροφείο. Μια από τις αγαπημένες του ιστορίες ήταν, η κάπως αυτοβιογραφική, με τον Ντόναλντ ορνιθοτρόφο σε ένα χωριό με την ονομασία «Ομελέτα».

Για τα προς το ζην απευθύνθηκε στην Western Publishing αν χρειάζονται σχεδιαστή για τον Ντόναλντ. Οι εκδότες ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ από την εργασία του που ανέθεσαν να κάνει το σενάριο και το σχέδιο ο ίδιος. Εκείνη την πρώτη δεκασέλιδη ιστορία τον Απρίλιο του 1943 ακολούθησαν άλλες 500 στα επόμενα τριάντα χρόνια έως την συνταξιοδότησή του.

Οι ιστορίες του Μπαρκς χαρακτηρίζονται συχνά από ειρωνικό χιούμορ. Ο Ντόναλντ αγωνίζεται ενάντια στις δυσκολίες της καθημερινής ζωής και τις τρικλοποδιές που βάζει στον εαυτό του. Δεν του λείπει όμως η ανθρωπιά και η επιμονή του να παρακάμψει τα εμπόδια. Οι ιστορίες του Μπαρκς προσφέρουν κλιμακωτή δράση που τις απολαμβάνουν εξ ίσου μικροί και μεγάλοι. Παρά το γεγονός πως ο Μπαρκς είχε κάνει ελάχιστα ταξίδια οι ήρωές του ταξιδεύουν στις τέσσερεις γωνιές του πλανήτη και ακόμα πάρα πέρα.

Ενώ η καριέρα του Μπαρκς ανθίζει, ο γάμος του καταρρέει. Χωρίζει από την Κλάρα το 1951. Ο Μπαρκς για να αυξήσει το εισόδημά του ζωγραφίζει και εκθέτει τα έργα του σε τοπικές εκθέσεις. Το 1952 συναντά την επιτυχημένη τοπιογράφο Μάργκαρετ Ουίνφρεντ Ουίλλιαμς με το υποκοριστικό Γκαρέ. Τον βοηθά στον σχεδιασμό τοπίων και των διαλόγων που τόσο απεχθανόταν ο Μπαρκς. Παντρεύτηκαν το 1954.

Ο Καρλ Μπαρκς αποσύρθηκε το 1966, κατά ειρωνεία της τύχης την ίδια χρονιά πέθανε ο Ουώλτ Ντίσνεϋ. Επειδή έως την δεκαετία του 70 τα έργα των σχεδιαστών ήταν ανώνυμα οι θαυμαστές του άργησαν να πληροφορηθούν την ύπαρξή του, όμως του είχαν ήδη κόλλησει τα χαϊδευτικά παρατσούκλια «Ο Παπιάνθρωπος» ή «Ο καλός σχεδιαστής παπιών».

Συνέχισε να γράφει σενάρια περιστασιακά, τα οποία σχεδίαζαν οι Τζων Κάρεϋ και Τόνυ Στρομπλ. Ο συγγραφέας, σχεδιαστής και εκδότης Γουίλ Άισνερ τον αποκαλούσε «Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν των κόμικς». Ο Μπαρκς ήταν ένας από τους τρεις πρώτους που πήρε το βραβείο Will Eisner Comic Book Hall of Fame το 1987.

Για να κερδίζει μερικά επιπλέον χρήματα, πέρα από την σύνταξή του και τα σενάρια που πουλούσε, άρχισε να κάνει ελαιογραφίες και να τις εκθέτει μαζί με τα έργα της Γκαρέ. Όταν του ζητήθηκε από ένα θαυμαστή του να φτιάξει πίνακα με τα παπιά εκείνος απευθύνθηκε στον Τζωρτζ Σέρμαν, τον επικεφαλής των εκδόσεων της Ντίσνεϋ. Η μεσολάβηση καρποφόρησε και ο Μπαρκς άρχισε να πουλά τους πίνακές του χωρίς να πληρώνει δικαιώματα. Προς μεγάλη του έκπληξη η ζήτηση των έργων υπερκάλυπτε την παραγωγή πολλών ετών.

Το 1994 περιόδευσε σε 11 χώρες. Η Ισλανδία ήταν η πρώτη ξένη χώρα που επισκέφτηκε ποτέ.

Ο Μπαρκς έγινε πετυχημένος ζωγράφος, πουλώντας πολλά από τα έργα του. Πέθανε από λευχαιμία στο σπίτι του στο Γκραν Πας του Όρεγκον τον Αύγουστο του 2000, στην ηλικία των 99 ετών. Εκτός από το λαμπρό ταλέντο του ο Καρλ Μπαρκς ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που θα λείπει πάντα από τους λάτρεις των κόμικς και των καρτούν.

Ο Τζωρτζ Λούκας που επηρεάστηκε από τις ιστορίες του χαρακτήρισε το έργο του Καρλ Μπαρκς «ανεκτίμητο μέρος της λογοτεχνικής μας κληρονομιάς».